-
1 ὀλοός
ὀλοός (ὄλλυμι), vernichtend, verderblich, Tod u. Verderben bringend; oft Hom. u. Hes., sowohl von Personen, bes. Κήρ u. Μοῖρα ὀλοή oft, auch Ἀχιλλεύς, Il. 24, 39, als von Sachen, μάχης ὀλοὸς πόνος 16, 568, πόλεμος 3, 133, φόβος, Flucht, 11, 71, γόος 23, 10, πῦρ 13, 629, μῆνις, λύσσα, Od. 3, 135 Il. 9, 305, νύξ 16, 567; ϑεῶν ὀλοὰς διὰ βουλάς, Od. 11, 246; τῷ ὀλοὰ φρονέων, im Ggstz von ἀρήγω, Verderben sinnend, Il. 16, 701; compar. und superl., οὔτις σεῖο βροτῶν ὀλοώτερος ἄλλος Il. 23, 439, ϑεῶν ὀλοώτατε πάντων 22, 15; auffallend 2 Endgn, ὀλοώτατος ὀδμή, Od. 4, 442; Tragg.: σὰς ὀλοὰς τύχας, Aesch. Prom. 553; νιφάδος ὀλοᾶς νιφομένης, Spt. 195; τέρας, Eur. Or. 1000; φέγγος, Troad. 850; sp. D.: δράκων, Gaetul. 4 (VI, 331); οἶμος Ἅΐδου, Diod. 9 (VI, 627). – S. auch οὐλοός u. οὖλος, wie ὀλοίϊος, ὀλοιός u. ὀλώϊος. – Pass., untergegangen; ὀλοοὺς ἀπέλιπον, Aesch. Pers. 923; Soph. El. 833, vgl. Trach. 843.
-
2 ολοος
1) несущий гибель, губительный(Κήρ, Ἀχιλλεύς, πόλεμος, μάχης πόνος, πῦρ, Hom.)
ὀλοὰ φρονεῖν Hom. — замышлять гибель2) убийственный, ужасный, страшный(γόος, μῆνις, φόβος, νύξ, ὀδμή Hom.; τύχαι, νιφάς Aesch.)
3) погибший(ὀλοὸν ἀπολείπειν τινά Aesch.)
-
3 ὀλοός
A destructive, deadly,ὀλοὴ Κήρ Il.18.535
;μοῖρ' ὀλοή 16.849
, al. ;ὀλοῷ Ἀχιλῆι 24.39
;πυρὸς ὀλοοῖο Od.12.68
;ὀλοῷ ἐνὶ δεσμῷ 22.200
; πόλεμος, μάχης πόνος, Il.3.133, 16.568 ; λύσσα, γόος, μῆνις, 9.305, 23.10, Od.3.135 ;γήραος οὐδός Il.24.487
;νύξ 16.567
, al. ;ὀ. τύχαι A.Pr. 553
(lyr.) ; (lyr.) ;θηρὸς κέρας Call.Fr. 249
;γηγενέων ἀνδρῶν ὀ. στάχυς A.R.3.1338
: c. inf., ὀ. φέρειν ζυγόν, of the wild horse, Opp.C.3.261 ; ὀλοὰ φρονεῖν design ill, τινι Il.16.701 : [comp] Comp.ὀλοώτερος 3.365
,23.439 : [comp] Sup. - ώτατος (as fem.),ὀδμή Od.4.442
: neut. pl. as Adv.,ὀλοὰ στένει S.Tr. 846
(lyr.), cf. El. 843 (lyr.).—Rarer collat. forms are [full] ὀλοιός, asὀλοιὴ μοῖρα πέδησεν Il.22.5
;ὀλοιῇσι φρεσὶ θύει 1.342
;γῆρας ὀλοιόν h.Ven. 224
; [full] ὀλώϊος, Hes.Th. 591 ;θάρσος ὀλώϊον Nonn.D.13.416
; [full] οὐλοός, A.R.2.85,3.1402 (fem.- ός Man.6.464
) ; [full] ὀλός (q.v.).II rare in pass. sense, destroyed, lost,ὀλοοὺς ἀπέλειπον A.Pers. 962
(lyr.).
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий
- Русский